παλλαϊκός

παλλαϊκός
-ή, -ό
αυτός που γίνεται από όλο τον λαό, αυτός στον οποίο συμμετέχει όλος ο λαός («παλλαϊκή συγκέντρωση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + λαϊκός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παλλαϊκός — ή, ό αυτός στον οποίο παίρνει μέρος όλος ο λαός: Παλλαϊκή συγκέντρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανδήμιος — και δωρ. τ. πανδάμιος, ον, Α [πάνδημος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο τον λαό, κοινός, δημόσιος 2. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου τού λαού, παλλαϊκός 3. φρ. α) «πανδήμιος πόλις» η πόλη με όλους τους κατοίκους της β)… …   Dictionary of Greek

  • συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”